- μικρόβιος
- -οαυτός που έχει μικρή διάρκεια ζωής, που ζει λίγο, λιγόζωος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* -βίος (< βίος), πρβλ. μακρό-βιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
microbio — (Del gr. mikros, pequeño + bios, vida.) ► sustantivo masculino BIOLOGÍA Denominación que reciben en general los seres vivos unicelulares y algunos pluricelulares diminutos, que sólo pueden observarse con el microscopio y que originan… … Enciclopedia Universal
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Σύμμαχος, Κόιντος Αυρήλιος — (Symmachus). Ρωμαίος αριστοκρατικής καταγωγής (345 405 μ.Χ.). Διετέλεσε νομάρχης της Ρώμης το 384. Ήταν ρήτορας, που ο Μικρόβιος μνημονεύει την ευγλωττία του. Ο γιος του συγκέντρωσε τις επιστολές του σε δέκα βιβλία. Τα πρώτα εννιά αποτελούνται… … Dictionary of Greek
microbio — (Del gr. cient. μικρόβιος; de μικρός, pequeño, y βίος, vida). m. Nombre genérico que designa los seres organizados solo visibles al microscopio; p. ej. las bacterias, los infusorios, las levaduras, etc … Diccionario de la lengua española